πενταρχία

πενταρχία
η, ΝΑ
νεοελλ.
1. αρχή, εξουσία που ασκείται από πέντε άτομα μαζί
2. η εποπτική αρχή τών πέντε μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και Ρωσίας που συστάθηκε στις αρχές τού περασμένου αιώνα, η Ιερά Συμμαχία
3. φρ. «πενταρχία τών πατριαρχών»
εκκλ. θεωρία σύμφωνα με την οποία την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή αποτελούν οι πέντε πατριάρχες και η οποία διαμορφώθηκε βαθμιαία από τον 5ο ώς τον 9ο αιώνα, σε αντιδιαστολή προς τα παπικά πρωτεία εξουσίας, χωρίς όμως να αναιρέσει τα πρεσβεία τιμής τού πάπα και τού οικουμενικού πατριάρχη
αρχ.
(στην Καρχηδόνα) η ανώτατη πολιτική αρχή μετά τους βασιλείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -αρχία (< -αρχος < ἄρχω), πρβλ. τετρ-αρχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πενταρχίας — πενταρχίᾱς , πενταρχία magistracy of the Five fem acc pl πενταρχίᾱς , πενταρχία magistracy of the Five fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταρχίαν — πενταρχίᾱν , πενταρχία magistracy of the Five fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • pentarquía — (Del gr. pente, cinco + arkho, mandar.) ► sustantivo femenino 1 POLÍTICA Forma de gobierno en la que el poder es ejercido por cinco personas. 2 POLÍTICA Grupo de cinco personas que ejercen el gobierno juntas. * * * pentarquía (del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • Βαάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (7ος αι. μ.Χ.). Πήρε μέρος στην εκστρατεία του αυτοκράτορα Ηρακλείου εναντίον των Περσών (618) και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε εναντίον των Αράβων. Πέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον τους και τελικά… …   Dictionary of Greek

  • pentarquía — (Del gr. πενταρχία). f. Gobierno formado por cinco personas …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”