- πενταρχία
- η, ΝΑνεοελλ.1. αρχή, εξουσία που ασκείται από πέντε άτομα μαζί2. η εποπτική αρχή τών πέντε μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και Ρωσίας που συστάθηκε στις αρχές τού περασμένου αιώνα, η Ιερά Συμμαχία3. φρ. «πενταρχία τών πατριαρχών»εκκλ. θεωρία σύμφωνα με την οποία την ανώτατη εκκλησιαστική αρχή αποτελούν οι πέντε πατριάρχες και η οποία διαμορφώθηκε βαθμιαία από τον 5ο ώς τον 9ο αιώνα, σε αντιδιαστολή προς τα παπικά πρωτεία εξουσίας, χωρίς όμως να αναιρέσει τα πρεσβεία τιμής τού πάπα και τού οικουμενικού πατριάρχηαρχ.(στην Καρχηδόνα) η ανώτατη πολιτική αρχή μετά τους βασιλείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + -αρχία (< -αρχος < ἄρχω), πρβλ. τετρ-αρχία].
Dictionary of Greek. 2013.